- χλωριόν
- -όντος, Νχημ. ιόν τού χλωρίου.[ΕΤΥΜΟΛ. < χλώριο + ιόν].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πενταχλωροφαινόλη — η χημ. κυκλική οργανική ένωση, παράγωγο τής φαινόλης, που χρησιμοποιείται ως εντομοκτόνο, ζιζανιοκτόνο, μυκητοκτόνο, βακτηριοκτόνο και ως συντηρητικό τού ξύλου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pentachlorophenol < πεντα * + χλώριον + φαίνω… … Dictionary of Greek